ἴασις

ἴασις
ἴᾱσις [pron. full] [ῑ], [dialect] Ion. [full] ἴησις, εως, , ([etym.] ἰάομαι)
A healing, mode of healing, remedy, Hp.Aph.2.17, S.OT68, Pl.Smp.188c;

οἷς [πήμασιν] ἴ. οὐκ ἔνεστ' ἰδεῖν S.El.876

; [ἀδίκημα] οὗ μή ἐστιν ἴ. Arist.Rh.1374b31, cf. Antipho 5.94, Arr.An.7.29.2;

ἔλεγχος ἰ. τοῦ λόγου Arist.Metaph. 1009a21

: pl., cures,

ἰάσεις ἀποτελῶ Ev.Luc.13.32

.
2 mending, repairs,

ζυγάστρου SIG244i53

(Delph., iv B.C.).
3 Alch., cupellation, refining, PLeid.X.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἴασις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάσις — ἰά̱σῑς , ἴασις healing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴασις — ἴᾱσις , ἴασις healing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰάσιδι — Ἴασις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴασι — Ἴασις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴασιν — Ἴασις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ἰάσει — ἰά̱σει , ἴασις healing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἰά̱σεϊ , ἴασις healing fem dat sg (epic) ἰά̱σει , ἴασις healing fem dat sg (attic ionic) ἰά̱σει , ἰάομαι j fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἰάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἰάζω fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίαση — η (AM κριθίασις) γαστραλγία τών ιπποειδών, που εμφανίζεται όταν τρώγουν λαίμαργα και σε ακατάλληλες ώρες μεγάλη ποσότητα κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. κριθίασις < κριθ ιῶ / άω (πρβλ. αλωπεκ ίασις, μυωπ ίασις)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • ἰάσεις — ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/voc pl (attic epic) ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/acc pl (attic) ἰάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἰάζω fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”